Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ


    Φασαρία, φωνές, τρεχαλητά. Κάτι γινόταν κι  αναστατώθηκαν όλοι.
- Τί έγινε ρε παιδιά, ρώτησα έναν που με προσπερνούσε τρέχοντας.
-  Βουλιάζει, βούλιαξε το Τσιγαράδικο! μου φώναξε ενω συνέχισε να τρέχει.
-  Τι  λέτε ρε, μονολόγησα. Βούλιαξε το Τσιγαράδικο;.. Πώ, πώ φιάσκο!...
Αρχισα κι εγώ να τρέχω κατα τον μώλο. Τί να δώ εκεί! Κόσμος μαζεμένος στο κρηπίδωμα, εκεί που ήταν δεμένο εδώ και μήνες το Τσιγαράδικο!.. Είχε βουλιάξει κι επειδή ήταν ρηχά τα νερά, εξείχε απ’ το νερό, λίγο η πλώρη του, το κατάρτι του και το μισό κομοδέσιο με την γέφυρα!.. Είχε κάτσει στον βυθό και το κρατάγανε κοντά στον μώλο οι ξεφτισμένοι κάβοι του!... Απίστευτο θέαμα!.. Πώ, πώ φιάσκο! ξαναείπα....
-  Εγκλωβίστηκε ένας Λιμενικός μέσα στο πρυμιό αμπάρι! φώναξε κάποιος. Είχε κατέβει να αδειάσει τα νερά απο την πίσω δεξαμενή και δεν πρόλαβε να βγεί απάνω. Το καράβι βούλιαξε απότομα και μάλλον τον εγκλώβισε στο αμπάρι! Έχει 5-6 λεπτά κάτω!...
   Δεν δίστασα καθόλου. Μαζί με μερικούς άλλους πήδηξα μέσα στο νερό. Το πίσω αμπάρι φαινόταν απο πάνω και ήταν ανοιχτό. Πήρα μια βαθειά ανάσα και βούτηξα κατεβαίνοντας μεσα  του.  Τα νερά ήταν καθαρα ακόμα και μπορούσα να διακρίνω τα τοιχώματα απο το άδειο καραβίσιο κουφάρι.  Κοιταξα γύρω-γύρω ενώ κατέβαινα προς τα κάτω και τότε είδα μια σκιά να κινείται στο πίσω μέρος του αμπαριού. Πλησίασα γρήγορα και όντως είδα τον Λιμενικό να προσπαθεί να αναπνεύσει απο ένα μικρό κοίλωμα της οροφής του αμπαριού που είχε κρατημένον λίγο αγέρα. Τα πόδια του είχαν μπερδευτεί σε ένα κουβάρι απο σχοινιά και μάλλον αυτά τον κράτησαν κάτω και δεν μπόρεσε να βγεί γρήγορα στην επιφάνεια. Ζούσε όμως και πάλευε με τα χέρια του, προσπαθώντας να μένει το πρόσωπό του κολημένο στο κοίλωμα με τον αέρα. Έδωσα δυό δυνατές χεριές για να ανέβω στην επιφάνεια, γιατί τέλειωνε η ανάσα μου και δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο χωρίς οξυγόνο.
-   Τον βρήκα, τον βρήκα!  έβαλα τις φωνές μόλις βγήκα απάνω. Είναι σφηνωμένος στο αμπάρι και είναι ζωντανός, αλλά ο αέρας που έχει σε λίγο τελειώνει!...
  Πήρα μιά βαθειά ανάσα και ξαναβούτηξα προς τα εκεί που τον είχα εντοπίσει. Τον πλησίασα και προσπάθησα να του ξεμπλέξω τα σχοινιά απ’ τα πόδια του. Με κατάλαβε αμέσως κι άρχισε να κινείται σαν παλαβός, Σαν ένας απελπισμένος παλαβός, χωρίς λογική και με σπαστικές κινήσεις. Πρόλαβε και με άρπαξε με τα χέρια του απ’ τα μαλλιά και τον λαιμό μου και με τραβούσε με δύναμη κοντά του. Είχα αρχίσει να μην μπορώ να κινούμε όπως εγώ θα ήθελα και ο πόνος απο την πίεση των χεριών του με ανάγκασε να του χτυπήσω τα χέρια για να με αφήσει. Αυτός όμως είχε πανικοβληθεί και όσο εγώ του χτυπούσα τα χέρια, τόσον αυτός με πίεζε και με τραβούσε κοντά του! Είχαμε αρχίσει να παλεύουμε κάτω απ’ το νερό! Δέν άντεχα άλλο. Κόντευα να σκάσω και έπρεπε να πάρω αμέσως αέρα, αλλοιώς...  Του δίνω λοιπόν μιά δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά του και με τα δυό μου χέρια, σχεδόν του έσπασα το ένα του χέρι. Πόνεσε πολύ και αμέσως με άφησε. Έκαμα να ανέβω γρήγορα προς την επιφάνεια τραβώντας δυνατά το νερό προς τα κάτω, αλλά αισθάνθηκα κατι να με κρατάει και να μην ανεβαίνω! Και τότε είδα οτι ο Λιμενικός, είχε προλάβει και είχε αρπάξει το ένα μου πόδι και δεν με άφηνε να φύγω! Απελπίστηκα! Τέλειωνε κι η αναπνοή μου και όπως ήμουν αγχωμένος, άνοιξα το στόμα μου μέσα στο νερό κι άρχισα να ουρλιάζω, να ουρλιάζω, να ουρλιάζω....
-  Τί έπαθες βρε παιδάκι μου και φωνάζεις πρωί-πρωί;
Ήταν η φωνή της μάνας μου! Πετάχτηκα σαν ελατήριο. Ήμουν στο κρεββάτι μου και μούσκεμα στον ιδρώτα.  Πήρα δυό γερές αναπνοές για να συνειδητοποιήσω οτι ήμουν ζωντανός. Και για να καταλάβω ότι αυτό που έζησα δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης. Ένας κακός εφιάλτης. Κοίταξα γύρω μου: τα βιβλία μου, το γραφείο μου, τα καδράκια μου, τα ποτήρια μου, όλα στην θέση τους και η μάνα μου στην πόρτα του δωματίου μου να με κοιτάζει  με απορία.
-  Όνειρο έβλεπες βρε παιδάκι μου και άρχισες να φωνάζεις έτσι στον ύπνο σου; με ξαναρώτησε. Τί θα κάνεις όμως, θα πας στην Λαϊκή σήμερα; Έλεγες  οτι θα έπερνες και γαύρο για τηγάνισμα, που σου αρέσει.
Έκαμε να φύγει, κοντοστάθηκε όμως και γυρίζωντας προς το μέρος μου, είπε:
-  Να μην το ξεχάσω, εψές το απόγευμα που έλειπες, πήρανε τηλέφωνο απο το Λιμεναρχείο. Τρόμαξα να καταλάβω τι μου λέγανε βρε παιδάκι μου. Να μην ξεχάσεις λέει, την Κυριακή το βράδυ, μεθαύριο, να πας εκεί που σε έχουνε καλέσει, κάτω στον μώλο, λέει, στο Τσιγαράδικο μπροστά. Θα είναι όλοι οι επίσημοι εκεί, λέει. Θα κάνουνε δεξίωση, λέει, και θα έχουνε και τούρτα με κεράκια, γιατί κλείνει 6 μήνες στο μώλο το Τσιγαράδικο,λέει. Θάναι γιορτή μεγάλη. Εσύ θα καταλάβεις, λέει.
Ιτέα  9-9-2011                                                                       Επίκουρος

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «Ο ΑΓΩΝ ΤΗΣ ΙΤΕΑΣ»