Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΕΛΗ 19ου ΑΙΩΝΑ-ΦΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Τέλος του 19ου αιώνα (πιθανότατα το 1886) ο καθηγητής της Γαλλικής Σχολής Αθηνών Gaston Deschamps διασώζει, με μια αριστουργηματική διήγηση, μια καρατόμηση τριών καταδίκων στον Πειραιά. Στο κακουργιοδικείο καταδικάστηκαν σε θάνατο οι Βλαχοπαναγιώτης, ο Γκουρμπάς και ο Μιχαλέτος (που ήταν γνωστός με το όνομα «άγγελος»), διότι χτύπησαν ένα καΐκι στην θάλασσα του Μαρμαρά στην περιοχή του Πόρου, έσφαξαν τον μούτσο και έπνιξαν τον καπετάνιο και μετά λεηλάτησαν το φορτίο του, μετά την πράξη τους αυτή πήγαν να γλεντήσουν στα καφενεία του Γαλατά, οι ελληνικές αρχές του τόπου εκεί τους συνέλαβαν, μετά την καταδίκη τους οδηγήθηκαν στις φυλακές της Αίγινας και όταν ήρθε ο χρόνος της εκτέλεσης, την παραμονή τους παρέλαβε ένα μικρό πολεμικό του ελληνικού ναυτικού το «Ευρώτας» και τους οδήγησε στον Πειραιά. Ο Gaston Deschamps περιγράφει αυτό το πολεμικό σαν «ένα μικρό καραβάκι μόλις λίγο μεγαλύτερο από μια ατμοκίνητη βάρκα», σε αυτό το πολεμικό μεταφέρθηκαν οι κατάδικοι, ο δήμιος και οι βοηθοί του και η λαιμητόμος, το «Ευρώτας» έδεσε στον κολπίσκο των Ρώσων και από εκεί οι κατάδικοι έβλεπαν το νεκροταφείο «όπου την επομένη θα θαβόταν τα πτώματά τους».
Η εμφάνιση του «Ευρώτα» έγινε δεκτή από την αποβάθρα του Πειραιά από κόσμο που φώναζε και χειρονομούσε ενώ «αλητάκια έτρεχαν πάνω –κάτω στην παραλία, φωνάζοντας με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους Έρχουνται!... Έρχουνται!...», το γεγονός απ ότι φαίνεται ήταν αναμενόμενο και είχε ήδη δημοσιευτεί και σε παρισινές εφημερίδες, έτσι όλοι οι αργόσχολοι της Αττικής το περίμεναν εδώ και καιρό.
Την επομένη στην παραλία υπήρχαν τρεις νοικιασμένες άμαξες, στο νεκροταφείο είχε μαζευτεί κόσμος τον οποίο είχε υπό την επιτήρηση του αστυνομικό τμήμα, ο δε επικεφαλής αξιωματικός έφιππος κάλπαζε με το σπαθί του γυμνό στο γαντοφορεμένο χέρι του «το άλογό του ανασηκωνόταν στα πισινά του πόδια με θόρυβο χαλιναριών, σπιρουνιών και σπαθιού. Και προφανώς αυτό άρεσε στον ιππέα», η ύπαρξη αυτής της ισχυρής αστυνομικής δύναμης δεν ήταν τυχαία, διότι όπως αναφέρεται στο συγκεντρωμένο πλήθος ήταν «όλος ο υπόκοσμός του Πειραιά, φάτσες κουρσάρων, φυσιογνωμίες ληστών»φυσικά παρούσα ήταν και η καλή κοινωνία των Αθηνών «τα τρένα κατέφταναν, φορτωμένα με ωραίους νεαρούς και κομψές γυναίκες. Μερικοί ερχόνταν με αμάξια και σκαρφάλωναν στα πίσω καθίσματα για να βλέπουν καλύτερα», είχε ήδη τοποθετηθεί η λαιμητόμος, το μαχαίρι της οποίας ήταν σκεπασμένο με ένα κόκκινο πανί, λαιμητόμος ήταν πλησίον του νεκροταφείου και του «τετράγωνου σπιτιού» του Πειραιά που δεν ήταν τίποτα άλλα παρά ένα καταγώγιο με σιδερένια πόρτα «τόπος συνάντησης των αδειούχων(γνωστό στους ναύτες όλων των εθνών), που άφηναν εκεί την αμοιβή τους, τη λογική τους, συχνά και την υγεία τους».
Ε!!! λοιπόν τα παράθυρα αυτού του «σπιτιού» τα είχαν νοικιάσει εδώ και πολλές ημέρες για να παρακολουθήσουν την τελετή της καρατόμησης «Μερικοί κοιμούνταν εκεί: ηρωική ανοησία. Στο κούφωμα της πόρτας έβλεπα έναν από τους κομψότερους χορευτές στους χορούς της Αυλής , πλάι σε μια φρικτή Νέγρα με επίδεσμο στο ένα μάτι.».
Αυτό το ετερόκλητο πλήθος κάποια στιγμή αναρίγησε ακούγοντας τα αλητάκια που έτρεχαν να φωνάζουν «Τους φέρνουν! Τους φέρνουν!».
Οι τρεις άμαξες με φανάρια αναμμένα έφτασαν «χοροπηδώντας στις λακκούβες, κυλώντας πάνω στις πέτρες, ανάμεσα σε μια ίλη χωροφυλάκων που κάλπαζαν με τα γυμνά σπαθιά τους» οι κρατούμενοι έψελναν οι ίδιοι την νεκρώσιμη ακολουθία τους και μόλις έφτασαν βγήκαν από τις πόρτες και φώναζαν :

«Αδέλφια! Προσευχηθείτε για μας! Προσευχηθείτε για μας!» και ο κόσμος απαντούσε «Προσευχόμαστε! Προσευχόμαστε!».

Το πρώτο αμάξι έφτασε μπροστά από την λαιμητόμο και κατέβηκε ένας «ψηλός παλικαράς… με μακριά καστανά μαλλιά, κατάμαυρη γενειάδα, μεγάλα μάτια, ίσιο και γλυκό βλέμμα» τα χέρια του ήταν δεμένα με λευκό ζουρλομανδύα ήταν ο Βλαχοπαναγιώτης, αυτός θεωρείτο ο λιγότερο ένοχος από τους τρεις και «το κοινό ένιωθε συμπάθεια», ένας γραμματέας ανάγνωσε την απόφαση και ο Βλαχοπαναγιώτης είπε: «Είμαι αθώος για τον φόνο που μου καταλογίζουν. Θέλησα να κλέψω και να κάνω λαθρεμπόριο, αλλά δεν έβαψα το χέρι μου με χριστιανικό αίμα».
Οι δύο βοηθοί του δήμιου τον έδεσαν στην σανίδα τον φίλησαν τρυφερά στο μέτωπο τον τοποθέτησαν το μαχαίρι έπεσε …. «Όταν ξανανέβηκε με τη βοήθεια μιας τροχαλίας που έτριζε, δύο κόκκινες γραμμές έδειχναν πάνω στο μέταλλο τη θέση των δύο αρτηριών».
Στην συνέχεια ήρθε η σειρά του δεύτερου που ήταν ο Μιχαλέτος, ο «άγγελος», «Ήταν ξανθός και πολύ νέος….», οι δύο βοηθοί τσακώθηκαν διαφωνώντας διότι ο «άγγελος» ήθελε να μιλήσει. «Άφησέ με, μάτια μου, να πω δύο λέξεις» είπε ο Μιχαλέτος και στράφηκε προς το πλήθος :

«Δεν είχα κακές προθέσεις, αλλά παρασύρθηκα. Δίκαια με κόβουν. Βλέπετε που με οδήγησε αυτό. Μην κάνετε ότι κι εγώ» όταν τον έδεσαν στην σανίδα ζήτησε να πιει, του έδωσαν το ποτιστήρι που χρησίμευε για να πλένουν τη λαιμητόμο, ήπιε αργά και όταν τα μάτια του έπεσαν στο καλάθι «έκανε μια κίνηση τρόμου…. Έβλεπε το ματωμένο κεφάλι του Βλαχοπαναγιώτης» μετά το μαχαίρι έπεσε…
Ο τρίτος ήταν «ένας γέρος με γκρίζο μουστάκι, φάτσα θαλασσόλυκου, όπως τόσοι άλλοι που έχω γνωρίσει στο Αρχιπέλαγος. Ήταν τόσο κοντός, που έπρεπε να ανασηκώσει το σαγόνι για να τον δέσουν στη σανίδα. Του έφεραν ένα σκαμνάκι» ήταν ο Γκουρμπάς αυτός μίλησε ενώ έπεφτε το μαχαίρι: «Δε σκότωσα εγώ τον καπετάνιο! Δεν τον…». Μετά έπλυναν την λαιμητόμο, την στιγμή που γινόταν αυτό ένα αμάξι έφυγε «καλπάζοντας γρήγορα, μέσα σε μια δίνη αλόγων, λοφίων και σπαθιών. Ήταν ο δήμιος που έφευγε. Ο αξιωματικός προσπαθούσε να διατηρήσει την τάξη, αλλά, όπως συνήθως, το πλήθος έριχνε πέτρες στον καταραμένο φωνάζοντας Ρακά!», Ρακά είναι άκλητη υβριστική λέξη που σημαίνει άμυαλος, ανόητος ( η λέξη βρίσκεται στο κεφ 5 στ 22 του κατά Ματθαίον : ος δ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρακά , ένοχος έσται τω συνεδρίω).
Η οικογένεια του Βλαχοπαναγιώτη πήγε να πάρει το πτώμα του για να το θάψει σε δικό του οικογενειακό τάφο, αυτό που ασφαλώς ο αναγνώστης θα παρατήρησε είναι ότι ο δήμιος έφυγε σχεδόν φυγαδευμένος η εξήγηση είναι ότι στην Ελλάδα κανένας δεν αποδέχεται να γίνει δήμιος, όταν η πολιτεία αναζήτησε δήμιο μεταξύ θανατοποινιτών, ένα δολοφόνος στον οποίο του ζήτησαν να διαλέξει μεταξύ λαιμητόμου ή να γίνει δήμιος επέλεξε το πρώτο, η δε γυναίκα του στην φυλακή τον εξόρκισε σε όλους τους αγίους να μη δεχτεί τέτοιο εξευτελισμό και να αφήσει αξιοπρεπές όνομα στα παιδία του!
Αντιλαμβάνεται κανείς γιατί η αστυνομία έδειξε τέτοια σπουδή να περισώσει τον δήμιο, τον οποίο σαν κόρη οφθαλμού φύλαγε στο Μπούρτζι, αλλά και εκεί έφτανε η περιφρόνηση του ελληνικού λαού προς τον δήμιο, για την διατροφή του έστελναν ψωμί ή ότι άλλο αλλά ο βαρκάρης που μετέφερε το ψωμί του δημίου το πρωί το πέταγε στην ξηρά και έφευγε γρήγορα, ώστε να μη ανταλλάξει λέξη με τον καταραμένο, από εκεί πήγαινε το πολεμικό του ναυτικού να τον πάρει με τα σύνεργα του για να αποδώσει δικαιοσύνη και εκεί με συνοδεία τον επέστρεφαν.

Δημοτικό Θέατρο Πειραιά 1900
τις μέρες της κατασκευής του.

Η πλατεία Καραϊσκάκη το 1900

Ο Ατμομυοδρόμων «ΕΥΡΩΤΑΣ»
παροπλίσθει το 1917


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η «ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ» του Gaston Deschamps, Εκδόσεις ΒΗΜΑ Περιηγήσεις








Δεν υπάρχουν σχόλια: