Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Η ΔΕΛΦΙΚΗ ΟΥΤΟΠΙΑ

εισήγηση του Κώστα Τσιαμπάου
λέκτορας Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
(
www.kostastsiambaos.blogspot.com)
στο συνέδριο "Παρίσι - Αθήνα 1919 - 1939. Το διπλό ταξίδι"
Μουσείο Μπενάκη, 20 Ιανουαρίου 2012


Το «Δελφικό Κέντρο», ήταν ένα όραμα του Σικελιανού για την δημιουργία μιας αυτόνομης κοινότητας στους Δελφούς. Ένα πνευματικό κέντρο το οποίο θα προωθούσε την επαφή των επιστημόνων, των καλλιτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων όλων των χωρών. Ένα κέντρο το οποίο θα μπορούσε να κατασκευαστεί μόνο στους Δελφούς, εκεί «στον ιερό χώρο των Αρχαίων Αμφικτιονιών».

Αυτό το όραμα του Σικελιανού, το οποίο ανέλαβε να σχεδιάσει ο Δημήτρης Πικιώνης, δίνοντας του τελικά μια μορφή η οποία παρέπεμπε σε έναν αρχαϊκό ή παραδοσιακό οικισμό, μας μιλάει αφενός για τη σχέση μοντερνισμού και αρχαιότητας και ειδικότερα για το πώς η αρχαιότητα επαναφέρεται συνειδητά στο προσκήνιο την μοντέρνα εποχή. Όπως ανέφερε ο Boissy το 1927 για τις Δελφικές Εορτές:
Το γεγονός τούτο αποτελεί δια την Ελλάδαν μαρτυρία της αναγεννήσεως της ευγενεστέρας αισθητικής.

Έτσι θα μπορούσε το παρελθόν να επανέρθει στην μοντέρνα εποχή ως κάτι το ζωντανό, ως ένα διαχρονικό αισθητικό πρότυπο το οποίο θα εδραίωνε τη συνέχεια ανάμεσα στην παράδοση και την πρωτοπορία. Το «Δελφικό Κέντρο» ως μία πρότυπη κοινότητα του μεσοπολέμου η οποία βαδίζει προς το μέλλον κοιτάζοντας πάντα πίσω της εκφράζει ακριβώς αυτό το όραμα ενός ιδεατού (υπεργήινου) μέλλοντος το οποίο πηγάζει από ένα εξιδανικευμένο μυθικό παρελθόν.

Αυτό το όραμα του Σικελιανού έμεινε όμως στα χαρτιά. Στα πολλά σχετικά κείμενα που έγραψε με πάθος ο ίδιος ο ποιητής, αλλά και στα αρκετά σκίτσα που μας άφησε ο Δημήτρης Πικιώνης, σκίτσα που βρίσκονται πολύ κοντά μας, μέσα σε αυτό εδώ το μουσείο.

Το «Δελφικό Κέντρο», έχει μείνει πλέον στη συνείδησή μας ως μια ουτοπία του ελληνικού μεσοπολεμικού μοντερνισμού. Και ως μια τέτοια ουτοπία θα επιχειρήσω να το δω σήμερα.

ΤΟ ΟΡΑΜΑ

Γνωστοί από τις ανασκαφές της Γαλλικής Σχολής, οι Δελφοί παρουσιάζονται, με τα λόγια του Theophile Homolle, ως ένας τόπος μεγαλείου, μυστηρίου, αποκάλυψης του θείου, παρουσίας των θεών. Κι όλα αυτά σε ενεστώτα χρόνο. Όχι κάτι που ήταν κάποτε, κάτι που υπήρχε στο παρελθόν, αλλά κάτι που είναι, εδώ και τώρα. Η αρχαία πολιτεία μάλιστα αναδύεται μέσα από το έδαφος, αφού πρώτα «καταπιεί» το Καστρί, τον σύγχρονο οικισμό, που δεν φαίνεται να έχει τίποτα το ιερό και το μαγευτικό. Το σημαντικό άρα είναι αυτό που είναι κάτω από το έδαφος, έρχεται από το παρελθόν για να αναβιώσει στο σήμερα.

Κρυμμένοι στην ενδοχώρα, απομονωμένοι από τους γύρω οικισμούς, οι Δελφοί δεσπόζουν πάνω στο βουνό. Με τα λόγια του Σικελιανού:

Ο Παρνασσός πλαισιώνεται πνευματικά απ’ τα Ιμαλάια, και απ’ οποιαδήποτε κορφή του οι μυημένοι αντικρίζουνε ακέριο τον ορίζοντα της Γης.

Όπως τα Ιμαλάια λοιπόν, έτσι και ένα ελληνικό βουνό, ο Παρνασσός υποδέχεται μια πολιτεία ιερή. Αντίστοιχα με τη σύνδεση Παρνασσός-Ιμαλάια γίνεται και η σύνδεση Δελφοί–Δελχί, αναδεικνύοντας έτσι μια πνευματική συγγένεια βασισμένη πάνω σε μια υποτιθέμενη κοινή γλωσσική καταγωγή.

Όπως και να έχει το μεταφυσικό περιεχόμενο είναι αυτό που κυριαρχεί. Ήδη το 1921 ο Σικελιανός γράφει στον Νίκο Καζαντζάκη σχετικά με ένα «κοσμικό μοναστήρι» που σχεδιάζει να οργανώσει, επαναφέροντας την ουτοπία του Campanella στη μοντέρνα εποχή.

Λίγα χρόνια μετά, το 1924, ο Σικελιανός θα εμφανιστεί πάνω στους Δελφούς ντυμένος «με το παχύ ένδυμα αρτίου ψευδοπροφήτου», όπως θα γράψει ο Τάκης Παπατσώνης, για να μιλήσει για το Δελφικό όραμα, για την προσπάθειά του να «μυήσει τον κόσμο σε μία νέα χαώδη θρησκεία».

Ποιά είναι όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν να μιλάμε για ουτοπία; Σε μια πρώτη προσέγγιση το Δελφικό Κέντρο, όπως κάθε παραδοσιακή ουτοπία έχει μια εμμονή στην οριοθέτηση, την περιχαράκωση, τη διάκριση ανάμεσα στο μέσα και το έξω. Στον Thomas More είναι η μεγάλη τάφρος ανάμεσα στο νησί και την ενδοχώρα. Στο Δελφικό Κέντρο, το τοίχος και η πύλη που σχεδιάζει ο Πικιώνης σε διαφορετικές μορφές, εκφράζουν συμβολικά, άλλοτε εντονότερα και άλλοτε πιο διακριτικά, αυτό το όριο που εξασφαλίζει αυτονομία και αυτάρκεια.

Όπως κάθε σοβαρή ουτοπία, έτσι και το Δελφικό Κέντρο δεν μπορεί παρά να έχει και ένα ορισμένο πολιτικό υπόβαθρο. Ο Σικελιανός θα υιοθετήσει μια ξεκάθαρη ρητορική την οποία συναντάμε εκείνη την εποχή και αλλού στην Ευρώπη. Αντίθετος στον αστισμό και τον καπιταλισμό, θλιβερά φαινόμενα μιας σημιτικής ιδεολογίας όπως γράφει, θα κηρύξει τους Δελφούς ως κέντρο εναντίον του κάθε είδους υλισμού. Θα ευαγγελιστεί την Αρεία «ηθική και διανοητικότητα» απ’ όπου πηγάζουν αξίες όπως ο αλτρουισμός, η γενναιότητα, η αλληλεγγύη. Θα επιτεθεί στην «αχαμνή σημιτική του Μαρξ θεωρία» και θα προτιμήσει το ηγετικό προφίλ του Λένιν, αλλά και το αναρχικό πνεύμα του Κροπότκιν.

Ωστόσο το Δελφικό Κέντρο δεν θα ακολουθήσει ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό μοντέλο, ούτε θα προτείνει ένα νέο, καλύτερο πολιτικό σύστημα. Η αντίδραση στην αστική δημοκρατία και τον υλισμό δεν είναι μια ρήξη προς τα εμπρός, αλλά μία επαναφορά στη σιγουριά του πίσω, στην ολιγαρχία, την αριστοκρατία, ακόμα κι αν μιλάμε για την πνευματική αριστοκρατία των «εκλεκτών». Αυτή η στροφή η οποία υπαγορεύεται από τη νοσταλγία και εμφανίζεται ως πρωτοπορία, είναι κάτι που συναντάμε βέβαια συχνά σε ουτοπίες του μοντερνισμού. Σε αυτήν την περίπτωση το προσδοκώμενο δεν είναι αυτό που δεν έχει έρθει ακόμα, δεν είναι δηλαδή η αναζήτηση άλλων πιθανών εκβάσεων της πολιτικής και της ιστορίας όπως θα ήθελε ο Ernst Bloch, αλλά η αναπόληση αυτού που δεν υπάρχει πια. Όχι το pas encore, αλλά το αντίθετό του, το non plus.

Στον τομέα της οικονομίας και της παραγωγής το Δελφικό Κέντρο είναι εκείνη η περίπτωση όπου η μοντέρνα ουτοπία νοσταλγεί την προβιομηχανική κοινωνία. Βαδίζοντας πάνω σε μια λογική τύπου Morris ο Σικελιανός τονίζει την αξία της κοινοβιακής μη αλλοτριωμένης εργασίας και παρουσιάζει τα δικά του «νέα από το πουθενά». Θέτει ως προϋπόθεση της κατασκευής του ίδιου του Κέντρου την εθελοντική δουλειά των τοπικών μαστόρων, αλλά και «των αστέγων της Δελφικής περιοχής και των άλλων Ελλήνων, προσφύγων και μη». Έτσι «τα έξοδα για την ανέγερση αυτή των κτηρίων του συνοικισμού, της κοινότητας και του Δελφικού Κέντρου θα περιορίζονταν στο ελάχιστο, χάρη στην εθελοντική προσωπική εργασία χιλιάδων Ελλήνων».

Η Δελφική κοινότητα στο μυαλό του Σικελιανού θα μπορούσε επίσης να είναι αυτόνομη, να ζει από την εκμετάλλευση της δικής της γεωργικής και βιοτεχνικής παραγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που εντάσσεται και η τέχνη. Η τέχνη όχι ως έργα για το μουσείο, αλλά ως διακοσμημένα αντικείμενα μιας χρηστικής λειτουργίας. Η τέχνη ως καθημερινή πρακτική, σε ένα αυτοτελές σύνολο, έναν αυτόνομο και αυτάρκη οικισμό, έναν κόσμο σταθερό και πλήρη. Τόσο πλήρη ώστε και η ίδια η τέχνη να μοιάζει περιττή.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Όπως κι αν είχαν τα πράγματα όμως στο όραμα του Σικελιανού ή στα σχέδια του Πικιώνη, η πορεία από τη φαντασία στην πραγματικότητα δεν ήταν εύκολη. Από νωρίς είχε γίνει σε όλους σαφές ότι αυτή η κοινότητα, όσο τέλεια και αν λειτουργούσε, δεν θα μπορούσε να σταθεί στα δικά της πόδια χωρίς εξωτερική βοήθεια. Γι αυτό και ο Σικελιανός εναπόθετε τις περισσότερες ελπίδες του στον τουρισμό. Ο Σικελιανός εμφανίζονταν σίγουρος ότι οι Δελφοί μπορούν να γίνουν ένας προορισμός ιδιαίτερα σημαντικός. Πόσο σημαντικός; Στο μυαλό του Σικελιανού οι Δελφοί, έχοντας μια παγκόσμια εμβέλεια θα μπορέσουν άνετα να ξεπεράσουν σε επισκεψιμότητα το ταπεινό Salzburg. Οι ακτοπλοϊκές γραμμές θα συνέδεαν την Ιτέα με την κεντρική και βόρεια Ευρώπη και από τα δεκάδες υπερωκεάνια θα έφταναν εκατομμύρια τουρίστες. Το μέγεθος των Δελφών δεν μπορούσε να θεωρείται μειονέκτημα. Όπως σε κάθε ουτοπία, η μικρή κοινότητα είχε σημασία αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους της και εμβέλεια που ξεπερνούσε κατά πολύ τα γεωγραφικά της όρια.

Η προσδοκία των εσόδων που θα έφερνε ο τουρισμός ήταν και αυτή που ενθουσίαζε τον τύπο της εποχής. Θα δούνε οι ξένοι, γράφανε οι εφημερίδες, ότι δεν υπάρχουν μόνο οι Δελφοί και τα αρχαία αλλά και η Αράχοβα με το τσαρούχι, τη φλογέρα και το δημοτικό της τραγούδι. Κάπως έτσι είδε το θέμα και η πολιτεία που άρχισε να σκέφτεται ζεστά το ενδεχόμενο κατασκευής ενός μεγάλου ξενοδοχείου, ένα ενδεχόμενο που έμοιαζε να προχωράει κάποια στιγμή. Ο υπουργός συμφώνησε, ο οργανισμός τουρισμού το ενέκρινε, το οικόπεδο βρέθηκε και απαλλοτριώθηκε. Τότε όμως εμφανίστηκε ένα πρακτικό πρόβλημα. Το νερό της Κασταλίας πηγής δεν έφτανε για να καλύψει μεγάλες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και η σκέψη για μεταφορά νερού απαιτούσε τεχνικά και οικονομικά μέσα τα οποία η πολιτεία δεν ήταν διατεθειμένη να δώσει. Ο τύπος δεν έκρυβε τις ανησυχίες του: λόγω της έλλειψης νερού, η Δελφική Ιδέα κινδύνευε να γίνει Ουτοπία.

Οι ανησυχίες επαληθεύτηκαν όταν η έλλειψη ενός τέτοιου ξενοδοχείου υποδοχής εμφανίστηκε με δραματικό τρόπο στις δεύτερες Δελφικές Εορτές. Τότε ήταν που κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, μια βροχή έφτασε για να προκαλέσει το χάος και να κάνει το όνειρο εφιάλτη. Οι δρόμοι έκλεισαν, ο χώρος γέμισε λάσπη, τα πρόχειρα καταλύματα έμπαζαν από παντού. Καλοντυμένοι κύριοι έβριζαν και κυρίες με σπασμένα τακούνια μετάνιωναν για τον ερχομό τους στους Δελφούς. Όπως έγραψαν και οι εφημερίδες οι επισκέπτες:

Μεταννούσαν δια των ερχομό των εις τους Δελφούς ως εάν να είχαν κάμη την μεγαλειτέραν τρέλλαν της ζωής τους!

Ο Βενιζέλος πάλι ασχολούνταν με πιο επείγοντα προβλήματα. Ο αντιακριδικός αγώνας του φαινόταν σημαντικότερος. Προκειμένου να εξοντωθούν οι ακρίδες προτιμότερο θα ήταν να σταματήσουν οι Δελφικές Εορτές. Η επίσημη πολιτεία έμοιαζε να έχει άλλες προτεραιότητες. Το Δελφικό Κέντρο φλέρταρε πλέον επικίνδυνα με την Ουτοπία.

Όσο η Ελλάδα φαινόταν απρόθυμη και δυσκίνητη στην πορεία υλοποίησης του Δελφικού Κέντρου, τόσο ο Σικελιανός προσπαθούσε να κάνει το όραμά του μια διεθνή υπόθεση. Το 1928, σε μία ελληνογαλλική συνάντηση στο Παρίσι, ο Σικελιανός προτείνει, μια συμβολική κίνηση. Τη μεταφορά του ιερού πυρός από τον τάφο του άγνωστου στρατιώτη στο Παρίσι, στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Οι συνδαιτυμόνες, ανάμεσα στους οποίους προσωπικότητες όπως ο Gabriel Boissy, ο Mario Mennier κ.α. ενθουσιάζονται στην ιδέα. Αυτοί που αντιδρούν όμως είναι ιταλοί δημοσιογράφοι οι οποίοι την θεώρησαν μια «γαλλική πνευματική προπαγάνδα», ένα ελληνογαλλικό μέτωπο ενάντια στην πρόσφατη ελληνοϊταλική συμμαχία.

Πιθανά εκείνη την περίοδο που βρίσκεται στο Παρίσι, το 1928, ο Σικελιανός είναι που έχει και την ιδέα για μια διεθνή έκθεση μοντέρνας τέχνης στους Δελφούς με έργα των Picasso, Braque, Derain, Léger κ.α. καθώς και η πρόσκληση στον Le Corbusier να έρθει να την διοργανώσει. Παράλληλα ο Σικελιανός συνεχίζει τις επαφές του με τους Γάλλους διανοούμενους ελπίζοντας σε ένα ακόμα οργανωμένο ταξίδι στους Δελφούς, χωρίς όμως να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Από την άλλη, ούτε η Εύα Πάλμερ καταφέρνει να βρει οικονομική υποστήριξη για το Δελφικό Κέντρο στην Αμερική. Αν και απευθύνεται σε πολλούς – από παλιούς γνωστούς μέχρι και το ίδρυμα Rockefeller - όλοι ακούν με ενδιαφέρον το σχέδιο για το Δελφικό Κέντρο κανένας όμως δεν έχει τη διάθεση να το ενισχύσει οικονομικά. Η Ουτοπία έρχεται ένα βήμα πιο κοντά.

Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΙΣΤΟΡΙΑ

Στην εποχή του Μεσοπολέμου, το Δελφικό Κέντρο αποτέλεσε μία μοναδική περίπτωση για την Ελλάδα, ένα φιλόδοξο όραμα χωρίς προηγούμενο. Η Δελφική Ουτοπία εμφανίστηκε ως μία πρόταση για ένα νέο, μοντέρνο, πνευματικό κέντρο το οποίο θα αναβίωνε τις αισθητικές αρχές και αξίες του παρελθόντος.

Η Ελλάδα του 1920 και του 1930 όμως, δεν έβλεπε την αναβίωση της αρχαιότητας με την ιδιαίτερη ματιά του Σικελιανού ή του Πικιώνη, αλλά μόνο ως ευκαιρία οικονομικής ανάπτυξης μιας μικρής αποδυναμωμένης περιοχής μέσω του τουρισμού. Οι περισσότεροι πολιτικοί μπορεί να έμοιαζαν ενθουσιασμένοι με το Δελφικό όραμα, αλλά πίσω από αυτό έβλεπαν μάλλον τα χρήματα που θα εισέρχονταν στα ταμεία ή τους ψήφους από την τοπική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία σαν όραμα για το δικό της μέλλον πιθανά δεν είχε τις εικόνες με τις χλαμύδες και τα δόρατα των δελφικών εορτών, αλλά τις διαφημίσεις από τις ηλεκτρικές κουζίνες και τα ψυγεία που έβρισκε λίγο πιο δίπλα, στις ίδιες σελίδες των εφημερίδων της εποχής.

Εκεί ακριβώς είναι που εισάγεται στην όλη ιστορία μία αντίφαση. Ποιά; Μα ακριβώς το γεγονός ότι για να λειτουργήσει ο «αρχαϊκός κόσμος» του Δελφικού Κέντρου θα έπρεπε να υποστηριχθεί από πλήθος μοντέρνα έργα, δίκτυα και κατασκευές. Δρόμους, αυτοκίνητα, καράβια, λιμάνια, επικοινωνίες. Αυτό που θα επέτρεπε στο παρελθόν να αναβιώσει θα ήταν με άλλα λόγια η μοντέρνα εποχή. Για να υλοποιηθεί η Δελφική Ουτοπία και να γίνει πραγματικότητα, το Δελφικό Κέντρο θα έπρεπε να πάψει να είναι ουτοπία και να γίνει ιστορία.

Αν όμως υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να γίνει η ουτοπία αυτό είναι ιστορία. Τουλάχιστον η μοντέρνα ουτοπία η οποία εμφανίζεται ως κατεξοχήν αντι-ιστορική, ως ένας κόσμος ο οποίος είναι έξω από την ιστορία. Έτσι και το Δελφικό Κέντρο, ως μοντέρνα ουτοπία, αναφέρεται σε μια ονειρική συνθήκη, σε μία ιδανική εποχή όπου στην πολιτική δεν υπάρχει η σύγκρουση και στην κοινωνία δεν υπάρχει ο μόχθος. Σε μια εποχή δηλαδή όπου, θα έχει πλέον επέλθει το τέλος της ιστορίας.

Στην αρχετυπική ουτοπία του More, ο Ούτοπος ιδρύει και φτιάχνει μια πολιτεία εκ του μηδενός, χωρίς καμιά αναφορά σε καταγωγή, προγόνους και παρελθόν. Στην περίπτωση του Δελφικού Κέντρου έχουμε το ακριβώς αντίθετο. Μια ουτοπία η οποία φτιάχνεται ακριβώς πάνω σε αυτό που ήδη υπάρχει ή μάλλον από αυτό που ήδη υπάρχει, από αποσπάσματα και μέρη του πραγματικού και συμβολικού του σώματος. Μήπως λοιπόν, θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεκτικοί όταν χαρακτηρίζουμε το Δελφικό Κέντρο ως Ουτοπία; Ίσως. Η αλήθεια είναι ότι αυτήν τη λέξη ο Σικελιανός και ο Πικιώνης δεν την χρησιμοποίησαν ποτέ.

ΠΗΓΗ: http://www.zofokida.gr/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: