Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΠΑΡΑΤΡΕΧΑΜΕΝΟΙ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ.

Νεοδημoκράτες επιχειρηματίες απειλούν το προσωπικό τους αν νικήσει ο Σύριζα. Συριζοφρουροί βιάζονται να κλειδώσουν τα αυριανά τους οφέλη. Η γνωστή Ελλάδα.



Δεν θα το πίστευα εάν δεν ήμουν μπροστά. Φίλος, πανεπιστημιακός δάσκαλος με αιχμηρό πλην ευπρεπέστατο δημόσιο λόγο, έλαβε τηλεφώνημα από διοικητικό υπάλληλο της σχολής του, με τον οποίον δεν διατηρούν παρά μια τυπική σχέση. «Σε παρακολουθώ στο Facebook, ρε Γιώργη...» του είπε –σε τόνο απροσδόκητης τρυφερότητας- ο υπάλληλος. «Σε παρακολουθώ και ανησυχώ για σένα. Το έχεις παρακάνει ρε Γιώργη... Αφού θα βγει ο Σύριζα -έχει κλειδώσει, δεν το καταλαβαίνεις;- τι θες και του τα χώνεις κάθε μέρα;» «Έχω γράψει ποτέ τίποτα συκοφαντικό ή προσβλητικό για κανέναν;» ρώτησε ο φίλος μου. «Όχι ρε Γιώργη...» κλαψούρισε ο υπάλληλος. «Αλλά γιατί να εκθέτεις έτσι τον εαυτό σου; Άνθρωποι είναι κι εκείνοι, υπουργοί θα γίνουν αύριο, εξουσία θα αποκτήσουν. Εσύ –όσα διπλώματα, όσες επιστημονικές δημοσιεύσεις και αν έχεις- τι είσαι; Ένας δημόσιος υπάλληλος είσαι. Γιατί τους μπαίνεις στο ρουθούνι; Γιατί –κούφια η ώρα που το ακούει- να ξεσπάσουν επάνω σου; Δεν σου είπα να γραφτείς στον Σύριζα, ρε Γιώργη... Κρύβε όμως λόγια! Προφύλαξε λιγάκι τον εαυτό σου...»


Ο φίλος μου έκλεισε το τηλέφωνο στον γλοιωδέστατο καλοθελητή κι αμέσως έβαλε τα γέλια, για να μην βάλει προφανώς τις φωνές. Δεν ισχυρίζομαι –ούτε καν εμμέσως- ότι το παραπάνω τηλεφώνημα υπαγορεύθηκε από τα γραφεία του Σύριζα. Όπως δεν πιστεύω πως οι επιχειρηματίες και οι διευθυντές επιχειρήσεων, οι οποίοι συγκεντρώνουν το προσωπικό τους και το προειδοποιούν ότι σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής θα κινδυνέψουν θέσεις και μισθοί, λειτουργούν ως εντολοδόχοι της Νέας Δημοκρατίας. Σάς καλώ απλώς να συνειδητοποιήσετε πως πίσω από τις διακηρύξεις των ηγεσιών, πίσω από τον ενθουσιασμό του απονήρευτου κόσμου, πίσω από τη «μεγάλη» πολιτική όπως αυτή ασκείται στη Βουλή, στις διεθνείς μας σχέσεις, και στις τηλεοπτικές ακόμα-ακόμα κόντρες, κρύβεται μια άλλη πολιτική, μικρή και ποταπή, η οποία βρωμάει χειρότερα και από ψόφιο ασβό.


Το «έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα» αποτελεί επί διακόσια σχεδόν τώρα χρόνια το λάβαρο κάθε πολιτικής παράταξης που διεκδικεί τη νίκη στις εκλογές. Είναι η πολιτική των χαμηλών και μεσαίων στελεχών. Των παρατρεχάμενων. Των σουρταφερτατζήδων. Είναι η πολιτική εκείνων που μια ζωή περιφέρονται σε διαδρόμους και σε καφενεία, κλείνουν το μάτι και μοιράζουν υποσχέσεις (ενίοτε και απειλές). Παριστάνουν τους έμπιστους, τους μυστικοσυμβούλους, τους παρακοιμώμενους – «... τις προάλλες που τα έπινα με τον γραμματέα του κόμματος...», «... όταν η γυναίκα μου στόλιζε το νυφιάτικο κρεββάτι της βουλευτίνας μας...»-, παριστάνουν τους άριστα πληροφορημένους, που είναι σε θέση να μεσολαβήσουν, να πουν έστω μια καλή κουβέντα. Αρκεί κι εσύ να φανείς συνεργάσιμος...


Έτσι συνέβαινε από γενέσεως σύγχρονης Ελλάδας. Απ' την αρχή σχεδόν της Επανάστασης του 1821 -κι ενώ στην Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου ψηφιζόταν το πιο δημοκρατικό και προωθημένο Σύνταγμα της Ευρώπης- οι Έλληνες είχαν χωριστεί σε φράξιες και καπετανάτα, διένειμαν αξιώματα και προνόμια, αντιλαμβάνονταν την μελλοντική ελεύθερη πατρίδα τους σαν μια αγελάδα, που είχαν αυτονόητο δικαίωμα να αρμέξουν.

Στον Μακρυγιάννη αποδίδεται μια απολύτως διαφωτιστική φράση: «Αν είναι να μείνουμε εμείς νηστικοί, ας πάει στο διάολο η Ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα!» Το κράτος ωστόσο παραμένει υπό χρεοκοπία – το απέδειξε περίτρανα και η ατυχής μας έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο. Έτσι όταν πιθανότατα οι θριαμβευτές της Κυριακής θα φωνάζουν «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο!», «μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!» θα τους ειρωνεύονται οι ηττημένοι


Το «έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα» αποτελεί επί διακόσια σχεδόν τώρα χρόνια το λάβαρο κάθε πολιτικής παράταξης που διεκδικεί τη νίκη στις εκλογές. Ο Παπαδιαμάντης τους αποκαλούσε συλλήβδην «χαλασοχώρηδες», υποκείμενα που κατ' επάγγελμα χαλάνε τα χωριά. Μέχρι να θεσπιστεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, κάθε κυβέρνηση που ερχόταν στα πράγματα ξήλωνε τον διοικητικό μηχανισμό των προηγουμένων και τακτοποιούσε στα υπουργεία τους δικούς της. Οι απολυμένοι αντιφρονούντες μαζεύονταν στην Πλατεία Κλαυθμώνος και θρηνούσαν, προσμένοντας υπομονετικά να επανέλθει η δική τους ώρα. Καθένας είχε τον βουλευτή του, ο οποίος τού έταζε δικαίωση και εκδίκηση.


Με τα χρόνια οι Έλληνες εξελίχθηκαν κι απέκτησαν ιδεολογία. Ή ιδεολογικό τουλάχιστον μανδύα. Γινόταν ο ένας Φιλελεύθερος, Βενιζελικός και ο γείτονάς του Βασιλόφρων. Συγκρούονταν λυσσαλέα για το αν η θέση της πατρίδας είναι στο αγγλικό ή στο γερμανικό στρατόπεδο. Κάτω όμως από τις γεωπολιτικές αναλύσεις του καφενείου, υφέρπε πάντα η ελπίδα του βολέματος. Της τακτοποίησης των «δικών μας παιδιών». Με την Μεταπολίτευση του 1974, με τους πακτωλούς κυρίως χρημάτων που εισέρρευσαν με την μορφή «πακέτων» μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το φαινόμενο ξέφυγε από κάθε ελέγχο.


Στρατιές διορίστηκαν. Λεγεώνες τυχάρπαστων «επιχειρηματιών» ήρθαν σε επωφελείς για εκείνους συναλλαγές με το κράτος. Μια ενδυματολόγος της ΕΡΤ, μηδενικών τυπικών προσόντων και εξαιρετικά ράθυμου χαρακτήρος, αμειβόταν με το ιλιγγιώδες για την απόδοσή της ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ μηνιαίως. Ένας μικροπρομηθευτής του δημοσίου –ακούραστο, παράλληλα, κομματικό στέλεχος- πούλαγε ψύκτες νερού σε σχολεία με κέρδος διακόσια τοις εκατό.

Στα υπόγεια του παλιού Υπουργείου Εμπορίου, στην πλατεία Κάνιγγος, κάποιος υπάλληλος λειτουργούσε το ιδιωτικό του ραφείο – έφτιαχνε ωραία κοστούμια για τους συναδέλφους του.


Το 2010 το ελληνικό κράτος χρεοκόπησε. Ασχέτως του εάν τα μνημόνια στάθηκαν σωτήρια ή καταραμένα, οι κρουνοί του δημόσιου χρήματος σχεδόν στέρεψαν. Τεράστιο ποσοστό των πολιτών προσγειώθηκαν τότε ανώμαλα και ριζοσπαστικοποιήθηκαν απότομα, διεκδικώντας τον χαμένο παράδεισο. Πίσω από τις διακηρύξεις των ηγεσιών, πίσω από τον ενθουσιασμό του απονήρευτου κόσμου, πίσω από τη «μεγάλη» πολιτική όπως αυτή ασκείται στη Βουλή, στις διεθνείς μας σχέσεις, και στις τηλεοπτικές ακόμα-ακόμα κόντρες, κρύβεται μια άλλη πολιτική, μικρή και ποταπή, η οποία βρωμάει χειρότερα και από ψόφιο ασβό.


Τα παλιά κόμματα ισχυρίσθηκαν πως έλαβαν το μήνυμα και επαγγέλθηκαν την αυτοκάθαρση και τον πάση θυσία αγώνα για την ανάπτυξη, η οποία θα ξανάδινε στους Έλληνες την αξιοπρέπειά τους. Παράλληλα όμως με τις ημιτελείς μεταρρυθμίσεις, συντήρησαν -όπου κι όπως μπορούσαν- τις πελατειακές τους σχέσεις. Υιοθετώντας τη γραμμή της μισοφαγωμένης πίτας και του μισοχορτασμένου σκύλου κατάφεραν να απογοητεύσουν οικτρά τόσο αυτούς που πίστευαν ειλικρινά στον βίαιο εν ανάγκη εκσυγχρονισμό της κοινωνίας όσο κι εκείνους οι οποία νοσταλγούσαν τις ανέμελες, κρατικοδίαιτες εποχές. Έτσι τα παλιά κόμματα συρρικνώθηκαν δραματικά και ένας Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής –κατά δήλωσιν του- Αριστεράς βρέθηκε στο κατώφλι της εξουσίας.


Είναι χαρακτηριστικό πως η Αριστερά του Σύριζα εφαρμόζει στην τελική ευθεία προς τις εκλογές τις ίδιες, κλασσικές πλέον, μεθόδους: Υιοθετεί έναν λόγο μεσσιανικό. Υπόσχεται στους πάντες τα πάντα. Ξιφουλκεί εναντίον σκόπιμα απροσδιόριστων προνομιούχων που θα πληρώσουν την κρίση, διαβεβαιώνοντας τον μέσο πολίτη ότι δεν έχει τίποτα απολύτως να φοβηθεί. Αφήνει σπόντες εναντίον του ΑΣΕΠ, μαζεύοντας λίγες ώρες αργότερα τα λόγια του. Εφησυχάζει τους Έλληνες σχετικά με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και πριν αλέκτωρ φωνήσαι τούς διευκρινίζει πως οι φόροι πρέπει να πληρώνονται. Το κράτος ωστόσο παραμένει υπό χρεοκοπία – το απέδειξε περίτρανα και η ατυχής μας έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο. Έτσι όταν πιθανότατα οι θριαμβευτές της Κυριακής θα φωνάζουν «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο!», «μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!» θα τους ειρωνεύονται οι ηττημένοι. Και λίγο αργότερα θα έρθει η ώρα των εσωτερικών εχθρών. Των αποδιοπομπαίων τράγων. Εκείνων που ήδη προειδοποιούνται με τηλεφωνήματα.


Χρήστος Χωμενίδης

Πηγή: www.lifo.gr


Δεν θα το πίστευα εάν δεν ήμουν μπροστά. Φίλος, πανεπιστημιακός δάσκαλος με αιχμηρό πλην ευπρεπέστατο δημόσιο λόγο, έλαβε τηλεφώνημα από διοικητικό υπάλληλο της σχολής του, με τον οποίον δεν διατηρούν παρά μια τυπική σχέση. «Σε παρακολουθώ στο facebook, ρε Γιώργη...» του είπε –σε τόνο απροσδόκητης τρυφερότητας- ο υπάλληλος. «Σε παρακολουθώ και ανησυχώ για σένα. Το έχεις παρακάνει ρε Γιώργη... Αφού θα βγει ο Σύριζα -έχει κλειδώσει, δεν το καταλαβαίνεις;- τι θες και του τα χώνεις κάθε μέρα;» «Έχω γράψει ποτέ τίποτα συκοφαντικό ή προσβλητικό για κανέναν;» ρώτησε ο φίλος μου. «Όχι ρε Γιώργη...» κλαψούρισε ο υπάλληλος. «Αλλά γιατί να εκθέτεις έτσι τον εαυτό σου; Άνθρωποι είναι κι εκείνοι, υπουργοί θα γίνουν αύριο, εξουσία θα αποκτήσουν. Εσύ –όσα διπλώματα, όσες επιστημονικές δημοσιεύσεις και αν έχεις- τι είσαι; Ένας δημόσιος υπάλληλος είσαι. Γιατί τους μπαίνεις στο ρουθούνι; Γιατί –κούφια η ώρα που το ακούει- να ξεσπάσουν επάνω σου; Δεν σου είπα να γραφτείς στον Σύριζα, ρε Γιώργη... Κρύβε όμως λόγια! Προφύλαξε λιγάκι τον εαυτό σου...» Ο φίλος μου έκλεισε το τηλέφωνο στον γλοιωδέστατο καλοθελητή κι αμέσως έβαλε τα γέλια, για να μην βάλει προφανώς τις φωνές. Δεν ισχυρίζομαι –ούτε καν εμμέσως- ότι το παραπάνω τηλεφώνημα υπαγορεύθηκε από τα γραφεία του Σύριζα. Όπως δεν πιστεύω πως οι επιχειρηματίες και οι διευθυντές επιχειρήσεων, οι οποίοι συγκεντρώνουν το προσωπικό τους και το προειδοποιούν ότι σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής θα κινδυνέψουν θέσεις και μισθοί, λειτουργούν ως εντολοδόχοι της Νέας Δημοκρατίας. Σάς καλώ απλώς να συνειδητοποιήσετε πως πίσω από τις διακηρύξεις των ηγεσιών, πίσω από τον ενθουσιασμό του απονήρευτου κόσμου, πίσω από τη «μεγάλη» πολιτική όπως αυτή ασκείται στη Βουλή, στις διεθνείς μας σχέσεις, και στις τηλεοπτικές ακόμα-ακόμα κόντρες, κρύβεται μια άλλη πολιτική, μικρή και ποταπή, η οποία βρωμάει χειρότερα και από ψόφιο ασβό. Το «έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα» αποτελεί επί διακόσια σχεδόν τώρα χρόνια το λάβαρο κάθε πολιτικής παράταξης που διεκδικεί τη νίκη στις εκλογές. Είναι η πολιτική των χαμηλών και μεσαίων στελεχών. Των παρατρεχάμενων. Των σουρταφερτατζήδων. Είναι η πολιτική εκείνων που μια ζωή περιφέρονται σε διαδρόμους και σε καφενεία, κλείνουν το μάτι και μοιράζουν υποσχέσεις (ενίοτε και απειλές). Παριστάνουν τους έμπιστους, τους μυστικοσυμβούλους, τους παρακοιμώμενους – «... τις προάλλες που τα έπινα με τον γραμματέα του κόμματος...», «... όταν η γυναίκα μου στόλιζε το νυφιάτικο κρεββάτι της βουλευτίνας μας...»-, παριστάνουν τους άριστα πληροφορημένους, που είναι σε θέση να μεσολαβήσουν, να πουν έστω μια καλή κουβέντα. Αρκεί κι εσύ να φανείς συνεργάσιμος... Έτσι συνέβαινε από γενέσεως σύγχρονης Ελλάδας. Απ'την αρχή σχεδόν της Επανάστασης του 1821 -κι ενώ στην Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου ψηφιζόταν το πιο δημοκρατικό και προωθημένο Σύνταγμα της Ευρώπης- οι Έλληνες είχαν χωριστεί σε φράξιες και καπετανάτα, διένειμαν αξιώματα και προνόμια, αντιλαμβάνονταν την μελλοντική ελεύθερη πατρίδα τους σαν μια αγελάδα, που είχαν αυτονόητο δικαίωμα να αρμέξουν. Στον Μακρυγιάννη αποδίδεται μια απολύτως διαφωτιστική φράση: «Αν είναι να μείνουμε εμείς νηστικοί, ας πάει στο διάολο η Ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα!» Το κράτος ωστόσο παραμένει υπό χρεοκοπία – το απέδειξε περίτρανα και η ατυχής μας έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο. Έτσι όταν πιθανότατα οι θριαμβευτές της Κυριακής θα φωνάζουν «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο!», «μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!» θα τους ειρωνεύονται οι ηττημένοι Nikos Libertas / SOOC Το κράτος ωστόσο παραμένει υπό χρεοκοπία – το απέδειξε περίτρανα και η ατυχής μας έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο. Έτσι όταν πιθανότατα οι θριαμβευτές της Κυριακής θα φωνάζουν «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο!», «μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!» θα τους ειρωνεύονται οι ηττημένοι Nikos Libertas / SOOC Το «έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα» αποτελεί επί διακόσια σχεδόν τώρα χρόνια το λάβαρο κάθε πολιτικής παράταξης που διεκδικεί τη νίκη στις εκλογές. Ο Παπαδιαμάντης τους αποκαλούσε συλλήβδην «χαλασοχώρηδες», υποκείμενα που κατ'επάγγελμα χαλάνε τα χωριά. Μέχρι να θεσπιστεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, κάθε κυβέρνηση που ερχόταν στα πράγματα ξήλωνε τον διοικητικό μηχανισμό των προηγουμένων και τακτοποιούσε στα υπουργεία τους δικούς της. Οι απολυμένοι αντιφρονούντες μαζεύονταν στην Πλατεία Κλαυθμώνος και θρηνούσαν, προσμένοντας υπομονετικά να επανέλθει η δική τους ώρα. Καθένας είχε τον βουλευτή του, ο οποίος τού έταζε δικαίωση και εκδίκηση. Με τα χρόνια οι Έλληνες εξελίχθηκαν κι απέκτησαν ιδεολογία. Ή ιδεολογικό τουλάχιστον μανδύα. Γινόταν ο ένας Φιλελεύθερος, Βενιζελικός και ο γείτονάς του Βασιλόφρων. Συγκρούονταν λυσσαλέα για το αν η θέση της πατρίδας είναι στο αγγλικό ή στο γερμανικό στρατόπεδο. Κάτω όμως από τις γεωπολιτικές αναλύσεις του καφενείου, υφήρπε πάντα η ελπίδα του βολέματος. Της τακτοποίησης των «δικών μας παιδιών». Με την Μεταπολίτευση του 1974, με τους πακτωλούς κυρίως χρημάτων που εισέρρευσαν με την μορφή «πακέτων» μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το φαινόμενο ξέφυγε από κάθε ελέγχο. Στρατιές διορίστηκαν. Λεγεώνες τυχάρπαστων «επιχειρηματιών» ήρθαν σε επωφελείς για εκείνους συναλλαγές με το κράτος. Μια ενδυματολόγος της ΕΡΤ, μηδενικών τυπικών προσόντων και εξαιρετικά ράθυμου χαρακτήρος, αμειβόταν με το ιλιγγιώδες για την απόδοσή της ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ μηνιαίως. Ένας μικροπρομηθευτής του δημοσίου –ακούραστο, παράλληλα, κομματικό στέλεχος- πούλαγε ψύκτες νερού σε σχολεία με κέρδος διακόσια τοις εκατό. Στα υπόγεια του παλιού Υπουργείου Εμπορίου, στην πλατεία Κάνιγγος, κάποιος υπάλληλος λειτουργούσε το ιδιωτικό του ραφείο – έφτιαχνε ωραία κοστούμια για τους συναδέλφους του. Το 2010 το ελληνικό κράτος χρεοκόπησε. Ασχέτως του εάν τα μνημόνια στάθηκαν σωτήρια ή καταραμένα, οι κρουνοί του δημόσιου χρήματος σχεδόν στέρεψαν. Τεράστιο ποσοστό των πολιτών προσγειώθηκαν τότε ανώμαλα και ριζοσπαστικοποιήθηκαν απότομα, διεκδικώντας τον χαμένο παράδεισο. Πίσω από τις διακηρύξεις των ηγεσιών, πίσω από τον ενθουσιασμό του απονήρευτου κόσμου, πίσω από τη «μεγάλη» πολιτική όπως αυτή ασκείται στη Βουλή, στις διεθνείς μας σχέσεις, και στις τηλεοπτικές ακόμα-ακόμα κόντρες, κρύβεται μια άλλη πολιτική, μικρή και ποταπή, η οποία βρωμάει χειρότερα και από ψόφιο ασβό. Τα παλιά κόμματα ισχυρίσθηκαν πως έλαβαν το μήνυμα και επαγγέλθηκαν την αυτοκάθαρση και τον πάση θυσία αγώνα για την ανάπτυξη, η οποία θα ξανάδινε στους Έλληνες την αξιοπρέπειά τους. Παράλληλα όμως με τις ημιτελείς μεταρρυθμίσεις, συντήρησαν -όπου κι όπως μπορούσαν- τις πελατειακές τους σχέσεις. Υιοθετώντας τη γραμμή της μισοφαγωμένης πίτας και του μισοχορτασμένου σκύλου κατάφεραν να απογοητεύσουν οικτρά τόσο αυτούς που πίστευαν ειλικρινά στον βίαιο εν ανάγκη εκσυγχρονισμό της κοινωνίας όσο κι εκείνους οι οποία νοσταλγούσαν τις ανέμελες, κρατικοδίαιτες εποχές. Έτσι τα παλιά κόμματα συρρικνώθηκαν δραματικά και ένας Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής –κατά δήλωσιν του- Αριστεράς βρέθηκε στο κατώφλι της εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό πως η Αριστερά του Σύριζα εφαρμόζει στην τελική ευθεία προς τις εκλογές τις ίδιες, κλασσικές πλέον, μεθόδους: Υιοθετεί έναν λόγο μεσσιανικό. Υπόσχεται στους πάντες τα πάντα. Ξιφουλκεί εναντίον σκόπιμα απροσδιόριστων προνομιούχων που θα πληρώσουν την κρίση, διαβεβαιώνοντας τον μέσο πολίτη ότι δεν έχει τίποτα απολύτως να φοβηθεί. Αφήνει σπόντες εναντίον του ΑΣΕΠ, μαζεύοντας λίγες ώρες αργότερα τα λόγια του. Εφησυχάζει τους Έλληνες σχετικά με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και πριν αλέκτωρ φωνήσαι τούς διευκρινίζει πως οι φόροι πρέπει να πληρώνονται. Το κράτος ωστόσο παραμένει υπό χρεοκοπία – το απέδειξε περίτρανα και η ατυχής μας έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο. Έτσι όταν πιθανότατα οι θριαμβευτές της Κυριακής θα φωνάζουν «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο!», «μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!» θα τους ειρωνεύονται οι ηττημένοι. Και λίγο αργότερα θα έρθει η ώρα των εσωτερικών εχθρών. Των αποδιοπομπαίων τράγων. Εκείνων που ήδη προειδοποιούνται με τηλεφωνήματα. Πηγή: www.lifo.gr
Δεν θα το πίστευα εάν δεν ήμουν μπροστά. Φίλος, πανεπιστημιακός δάσκαλος με αιχμηρό πλην ευπρεπέστατο δημόσιο λόγο, έλαβε τηλεφώνημα από διοικητικό υπάλληλο της σχολής του, με τον οποίον δεν διατηρούν παρά μια τυπική σχέση. «Σε παρακολουθώ στο facebook, ρε Γιώργη...» του είπε –σε τόνο απροσδόκητης τρυφερότητας- ο υπάλληλος. «Σε παρακολουθώ και ανησυχώ για σένα. Το έχεις παρακάνει ρε Γιώργη... Αφού θα βγει ο Σύριζα -έχει κλειδώσει, δεν το καταλαβαίνεις;- τι θες και του τα χώνεις κάθε μέρα;» «Έχω γράψει ποτέ τίποτα συκοφαντικό ή προσβλητικό για κανέναν;» ρώτησε ο φίλος μου. «Όχι ρε Γιώργη...» κλαψούρισε ο υπάλληλος. «Αλλά γιατί να εκθέτεις έτσι τον εαυτό σου; Άνθρωποι είναι κι εκείνοι, υπουργοί θα γίνουν αύριο, εξουσία θα αποκτήσουν. Εσύ –όσα διπλώματα, όσες επιστημονικές δημοσιεύσεις και αν έχεις- τι είσαι; Ένας δημόσιος υπάλληλος είσαι. Γιατί τους μπαίνεις στο ρουθούνι; Γιατί –κούφια η ώρα που το ακούει- να ξεσπάσουν επάνω σου; Δεν σου είπα να γραφτείς στον Σύριζα, ρε Γιώργη... Κρύβε όμως λόγια! Προφύλαξε λιγάκι τον εαυτό σου...» Ο φίλος μου έκλεισε το τηλέφωνο στον γλοιωδέστατο καλοθελητή κι αμέσως έβαλε τα γέλια, για να μην βάλει προφανώς τις φωνές. Δεν ισχυρίζομαι –ούτε καν εμμέσως- ότι το παραπάνω τηλεφώνημα υπαγορεύθηκε από τα γραφεία του Σύριζα. Όπως δεν πιστεύω πως οι επιχειρηματίες και οι διευθυντές επιχειρήσεων, οι οποίοι συγκεντρώνουν το προσωπικό τους και το προειδοποιούν ότι σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής θα κινδυνέψουν θέσεις και μισθοί, λειτουργούν ως εντολοδόχοι της Νέας Δημοκρατίας. Σάς καλώ απλώς να συνειδητοποιήσετε πως πίσω από τις διακηρύξεις των ηγεσιών, πίσω από τον ενθουσιασμό του απονήρευτου κόσμου, πίσω από τη «μεγάλη» πολιτική όπως αυτή ασκείται στη Βουλή, στις διεθνείς μας σχέσεις, και στις τηλεοπτικές ακόμα-ακόμα κόντρες, κρύβεται μια άλλη πολιτική, μικρή και ποταπή, η οποία βρωμάει χειρότερα και από ψόφιο ασβό. Το «έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα» αποτελεί επί διακόσια σχεδόν τώρα χρόνια το λάβαρο κάθε πολιτικής παράταξης που διεκδικεί τη νίκη στις εκλογές. Είναι η πολιτική των χαμηλών και μεσαίων στελεχών. Των παρατρεχάμενων. Των σουρταφερτατζήδων. Είναι η πολιτική εκείνων που μια ζωή περιφέρονται σε διαδρόμους και σε καφενεία, κλείνουν το μάτι και μοιράζουν υποσχέσεις (ενίοτε και απειλές). Παριστάνουν τους έμπιστους, τους μυστικοσυμβούλους, τους παρακοιμώμενους – «... τις προάλλες που τα έπινα με τον γραμματέα του κόμματος...», «... όταν η γυναίκα μου στόλιζε το νυφιάτικο κρεββάτι της βουλευτίνας μας...»-, παριστάνουν τους άριστα πληροφορημένους, που είναι σε θέση να μεσολαβήσουν, να πουν έστω μια καλή κουβέντα. Αρκεί κι εσύ να φανείς συνεργάσιμος... Έτσι συνέβαινε από γενέσεως σύγχρονης Ελλάδας. Απ'την αρχή σχεδόν της Επανάστασης του 1821 -κι ενώ στην Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου ψηφιζόταν το πιο δημοκρατικό και προωθημένο Σύνταγμα της Ευρώπης- οι Έλληνες είχαν χωριστεί σε φράξιες και καπετανάτα, διένειμαν αξιώματα και προνόμια, αντιλαμβάνονταν την μελλοντική ελεύθερη πατρίδα τους σαν μια αγελάδα, που είχαν αυτονόητο δικαίωμα να αρμέξουν. Στον Μακρυγιάννη αποδίδεται μια απολύτως διαφωτιστική φράση: «Αν είναι να μείνουμε εμείς νηστικοί, ας πάει στο διάολο η Ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα!» Το κράτος ωστόσο παραμένει υπό χρεοκοπία – το απέδειξε περίτρανα και η ατυχής μας έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο. Έτσι όταν πιθανότατα οι θριαμβευτές της Κυριακής θα φωνάζουν «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο!», «μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!» θα τους ειρωνεύονται οι ηττημένοι Nikos Libertas / SOOC Το κράτος ωστόσο παραμένει υπό χρεοκοπία – το απέδειξε περίτρανα και η ατυχής μας έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο. Έτσι όταν πιθανότατα οι θριαμβευτές της Κυριακής θα φωνάζουν «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο!», «μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!» θα τους ειρωνεύονται οι ηττημένοι Nikos Libertas / SOOC Το «έφαγαν αυτοί, ας φάμε κι εμείς τώρα» αποτελεί επί διακόσια σχεδόν τώρα χρόνια το λάβαρο κάθε πολιτικής παράταξης που διεκδικεί τη νίκη στις εκλογές. Ο Παπαδιαμάντης τους αποκαλούσε συλλήβδην «χαλασοχώρηδες», υποκείμενα που κατ'επάγγελμα χαλάνε τα χωριά. Μέχρι να θεσπιστεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, κάθε κυβέρνηση που ερχόταν στα πράγματα ξήλωνε τον διοικητικό μηχανισμό των προηγουμένων και τακτοποιούσε στα υπουργεία τους δικούς της. Οι απολυμένοι αντιφρονούντες μαζεύονταν στην Πλατεία Κλαυθμώνος και θρηνούσαν, προσμένοντας υπομονετικά να επανέλθει η δική τους ώρα. Καθένας είχε τον βουλευτή του, ο οποίος τού έταζε δικαίωση και εκδίκηση. Με τα χρόνια οι Έλληνες εξελίχθηκαν κι απέκτησαν ιδεολογία. Ή ιδεολογικό τουλάχιστον μανδύα. Γινόταν ο ένας Φιλελεύθερος, Βενιζελικός και ο γείτονάς του Βασιλόφρων. Συγκρούονταν λυσσαλέα για το αν η θέση της πατρίδας είναι στο αγγλικό ή στο γερμανικό στρατόπεδο. Κάτω όμως από τις γεωπολιτικές αναλύσεις του καφενείου, υφήρπε πάντα η ελπίδα του βολέματος. Της τακτοποίησης των «δικών μας παιδιών». Με την Μεταπολίτευση του 1974, με τους πακτωλούς κυρίως χρημάτων που εισέρρευσαν με την μορφή «πακέτων» μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το φαινόμενο ξέφυγε από κάθε ελέγχο. Στρατιές διορίστηκαν. Λεγεώνες τυχάρπαστων «επιχειρηματιών» ήρθαν σε επωφελείς για εκείνους συναλλαγές με το κράτος. Μια ενδυματολόγος της ΕΡΤ, μηδενικών τυπικών προσόντων και εξαιρετικά ράθυμου χαρακτήρος, αμειβόταν με το ιλιγγιώδες για την απόδοσή της ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ μηνιαίως. Ένας μικροπρομηθευτής του δημοσίου –ακούραστο, παράλληλα, κομματικό στέλεχος- πούλαγε ψύκτες νερού σε σχολεία με κέρδος διακόσια τοις εκατό. Στα υπόγεια του παλιού Υπουργείου Εμπορίου, στην πλατεία Κάνιγγος, κάποιος υπάλληλος λειτουργούσε το ιδιωτικό του ραφείο – έφτιαχνε ωραία κοστούμια για τους συναδέλφους του. Το 2010 το ελληνικό κράτος χρεοκόπησε. Ασχέτως του εάν τα μνημόνια στάθηκαν σωτήρια ή καταραμένα, οι κρουνοί του δημόσιου χρήματος σχεδόν στέρεψαν. Τεράστιο ποσοστό των πολιτών προσγειώθηκαν τότε ανώμαλα και ριζοσπαστικοποιήθηκαν απότομα, διεκδικώντας τον χαμένο παράδεισο. Πίσω από τις διακηρύξεις των ηγεσιών, πίσω από τον ενθουσιασμό του απονήρευτου κόσμου, πίσω από τη «μεγάλη» πολιτική όπως αυτή ασκείται στη Βουλή, στις διεθνείς μας σχέσεις, και στις τηλεοπτικές ακόμα-ακόμα κόντρες, κρύβεται μια άλλη πολιτική, μικρή και ποταπή, η οποία βρωμάει χειρότερα και από ψόφιο ασβό. Τα παλιά κόμματα ισχυρίσθηκαν πως έλαβαν το μήνυμα και επαγγέλθηκαν την αυτοκάθαρση και τον πάση θυσία αγώνα για την ανάπτυξη, η οποία θα ξανάδινε στους Έλληνες την αξιοπρέπειά τους. Παράλληλα όμως με τις ημιτελείς μεταρρυθμίσεις, συντήρησαν -όπου κι όπως μπορούσαν- τις πελατειακές τους σχέσεις. Υιοθετώντας τη γραμμή της μισοφαγωμένης πίτας και του μισοχορτασμένου σκύλου κατάφεραν να απογοητεύσουν οικτρά τόσο αυτούς που πίστευαν ειλικρινά στον βίαιο εν ανάγκη εκσυγχρονισμό της κοινωνίας όσο κι εκείνους οι οποία νοσταλγούσαν τις ανέμελες, κρατικοδίαιτες εποχές. Έτσι τα παλιά κόμματα συρρικνώθηκαν δραματικά και ένας Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής –κατά δήλωσιν του- Αριστεράς βρέθηκε στο κατώφλι της εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό πως η Αριστερά του Σύριζα εφαρμόζει στην τελική ευθεία προς τις εκλογές τις ίδιες, κλασσικές πλέον, μεθόδους: Υιοθετεί έναν λόγο μεσσιανικό. Υπόσχεται στους πάντες τα πάντα. Ξιφουλκεί εναντίον σκόπιμα απροσδιόριστων προνομιούχων που θα πληρώσουν την κρίση, διαβεβαιώνοντας τον μέσο πολίτη ότι δεν έχει τίποτα απολύτως να φοβηθεί. Αφήνει σπόντες εναντίον του ΑΣΕΠ, μαζεύοντας λίγες ώρες αργότερα τα λόγια του. Εφησυχάζει τους Έλληνες σχετικά με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και πριν αλέκτωρ φωνήσαι τούς διευκρινίζει πως οι φόροι πρέπει να πληρώνονται. Το κράτος ωστόσο παραμένει υπό χρεοκοπία – το απέδειξε περίτρανα και η ατυχής μας έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο. Έτσι όταν πιθανότατα οι θριαμβευτές της Κυριακής θα φωνάζουν «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο!», «μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!» θα τους ειρωνεύονται οι ηττημένοι. Και λίγο αργότερα θα έρθει η ώρα των εσωτερικών εχθρών. Των αποδιοπομπαίων τράγων. Εκείνων που ήδη προειδοποιούνται με τηλεφωνήματα. Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: