Του Πρωτοπρεσβύτερου Δημητρίου Θεοφίλου, M.D, Ph.D Student ΕΚΠΑ

Η νεοελληνική πραγματικότητα έχει στιγματιστεί ανεξίτηλα από την ξεδιάντροπη συμπεριφορά του ντόπιου πολιτικού προσωπικού, απέναντι στη θρησκευτική πίστη των Χριστιανών πολιτών, οι οποίοι και αποτελούν (τουλάχιστον ακόμη μέχρι τώρα!), την πλειονοψηφία των Ελλήνων πολιτών.
Επάνω στην πολιτισμική και θρησκευτική χριστιανική ταυτότητα και ιδιοπροσωπία των Ελλήνων, έχουν κατ’ επανάληψη ασελγήσει, χειριστεί και εκβιάσει τα πολιτικά, οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα τούτου του απαξιωμένου τόπου. Η θρησκεία αποτέλεσε και αποτελεί ένα εύκολο «εργαλείο» στα χέρια τόσο εκείνων που υποκριτικά την αποδέχονται, και αυτό αφορά τα συντηρητικά πολιτικά σχήματα, που συνήθως «φιλούν τα χέρια» εκείνων που δεν μπορούν να τα δαγκώσουν, όσο και εκείνων που θεωρούν την θρησκεία κάτι μεταξύ LSD και παράνοιας, οι οποίοι όμως επιδιώκουν να τη χρησιμοποιήσουν προς ίδιον όφελος, αυτοπροσδιοριζόμενοι παράλληλα ως επαναστάτες και απευθείας πολιτικοί απόγονοι των Μάο Τσε Τουνγκ, Τσε Γκεβάρα, Μαρξ, Ρόζα Λούξεμπουργκ και διαφόρων άλλων πολιτικών επαναστατών.
Γεγονός είναι πως η Ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία στον ελλαδικό χώρο υπήρξε διαχρονικά πρόθυμη στο να εξυπηρετήσει ποικίλα πολιτικά, οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα, με αντίτιμο τη διατήρησή της στο εξουσιαστικό προσκήνιο, σε μια ιδιότυπη για τα ευαγγελικά και πρωτοχριστιανικά δεδομένα συναλληλία.
Η Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε τόσο από τη ιθύνουσα αστική τάξη όσο και από τις πιο κεντρώες ή αριστερίζουσες δυνάμεις του ελληνικού πολιτικού στερεώματος, με σκοπό τον προσεταιρισμό του λαού που ανήκε σε αυτήν.
Μερικά ενδεικτικά ιστορικά παραδείγματα θα αρκούσαν, όπως είναι ο αφορισμός του Βενιζέλου την περίοδο του εθνικού διχασμού, οι πρωθιερείς των βασιλικών ανακτόρων, η παρουσία του βασιλικού επιτρόπου στην εκλογή του εκάστοτε αρχιεπισκόπου, η οποία μετά την κατάργηση της βασιλείας αντικαταστάθηκε με τον εκάστοτε υπουργό Παιδείας, Χριστιανό, μασόνο ή άθεο.

Η Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε τόσο από τη ιθύνουσα αστική τάξη όσο και από τις πιο κεντρώες ή αριστερίζουσες δυνάμεις, με σκοπό τον προσεταιρισμό του λαού που ανήκε σε αυτήν
Είναι ιστορικό το γεγονός πως μετά τη γερμανική κατοχή ένας αρχιεπίσκοπος αναλαμβάνει ρόλο αντιβασιλέα απόλυτα ελεγχόμενο από τη Μ. Βρετανία, επίσης το ότι κατά την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου η ιθύνουσα εκκλησία χωρίζεται στα δύο, με το 95% να είναι με τους μοναρχικούς συμμάχους των Άγγλων και Αμερικανών και το 5% να είναι με τους κομμουνιστές συμμάχους της Σοβιετικής Ένωσης και των δορυφόρων της. Χαρακτηριστικό δείγμα των πολιτικών παθών που επηρέασαν την Ελλαδική Εκκλησία ήταν πως, μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, όσοι επίσκοποι και ιερείς βρέθηκαν στο «ηττημένο» στρατόπεδο καθαιρέθηκαν και εκδιώχθηκαν από τους «νικητές».
Στη συνέχεια, με την επικράτηση της μοναρχίας (που είχε δανέζικη εθνική καταγωγή και προτεσταντικές θρησκευτικές αναφορές, μια δυναστεία που ποτέ δεν «μολύνθηκε» από ελληνικό αίμα, επιχειρώντας μια φυλετική επιμιξία έως και σήμερα), στην Ελλάδα η Εκκλησία συνεργάστηκε σε απόλυτο βαθμό μαζί της, φτάνοντας στο σημείο να μνημονεύει τόσο στις λειτουργίες όσο και στις λοιπές εκκλησιαστικές ακολουθίες τις δυναστείες των «ανάκτων» Δανών, οι οποίοι υποδυόταν τους Έλληνες, των προτεσταντών, που υποδύονταν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, έχοντας ταυτόχρονα στο ενεργητικό τους εκατόμβες θυμάτων και σωρεία εγκλημάτων κατά του ελληνικού λαού.
Τέλος, φτάνοντας στην επταετή κωμικοτραγική παράσταση των «απαίδευτων αρβυλοφυλάκων», η συστημική Ελλαδική Εκκλησία σύσσωμη συμπαρατάσσεται κάτω από το παραπειστικό σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», ενώ οι ελάχιστοι που διαφοροποιούνται διώκονται απηνώς, με χαρακτηριστική την περίπτωση εκείνη του παπα-Γιώργη Πηρουνάκη, τον οποίο κατά τη λεγόμενη «μεταπολίτευση» αφόρισαν, αφού προηγουμένως κατασκεύασαν λόγο και ανακάλυψαν τρόπο, ενώ παράλληλα, από την άλλη μεριά, ρασοφόρους πληροφοριοδότες του Α2 της Μακρονήσου τους προήγαγαν σε μητροπολίτες, με περιπετειώδη στη συνέχεια πορεία και άδοξο τέλος.
Η Ελλαδική Εκκλησία κατηγορήθηκε πάλι και πολλάκις για συνεργασία με τη Χούντα και απουσία από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, την ίδια ώρα που οι «λαμπροί μπαρουτοκαπνισμένοι imitation επαναστάτες» έκαναν ταμείο,ρευστοποιώντας τους δήθεν αγώνες τους με βουλευτικές και υπουργικές καρέκλες, την ίδια ώρα που οι πραγματικοί αγωνιστές, είτε βρίσκονταν δυο μέτρα κάτω απ’ το χώμα είτε ήταν για άλλη μια φορά παραγκωνισμένοι, προδομένοι και αφανείς, αλλά αληθινοί «ήρωες» και «λαϊκοί άγιοι».
Η Εκκλησία έφτασε στο έσχατο σημείο κατάπτωσης να συναλλάσσεται με πολιτικούς, επιχειρηματίες και εργολάβους αμφιβόλου εντιμότητας και αξιοπιστίας, προκειμένου να βρει χορηγούς και να μη διασαλευθεί το κατεστημένο της κοσμικό υπόβαθρο, το οποίο αποτελεί τη μεγάλη της Χίμαιρα, που την οδηγεί αναπόφευκτα στους μεταχριστιανικούς χρόνους.
Είτε το θέλει κάποιος είτε όχι, η μετανεωτερικότητα, με την κυριαρχία της τεχνολογίας και του αμοραλισμού σε όλα τα επίπεδα, ο νοητικός έλεγχος και η υπαρξιακή ομηρεία της νεολαίας έχουν ανοίξει για τα καλά την πόρτα της μεταχριστιανικής εποχής.
Η Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται σε χρόνους χαλεπούς, όπως είναι οι παρόντες, να βρει το αρχέγονο κάλος της μετανοώντας, να ανασηκώσει την πλάτη και να αποσείσει όλους τους δήθεν φίλους και συνεργάτες που την απομυζούν και τη χρησιμοποιούν για δεκαετίες έως και σήμερα, όλους εκείνους τους τεχνητούς ιδεολογικούς αντιπάλους, τους δήθεν άθεους και άθρησκους, οι οποίοι κάνουν κατά περιόδους μια στείρα, ματεριαλιστικού τύπου κριτική και, όποτε τους εξυπηρετεί, είναι οι ίδιοι οι οποίοι ζητούν συνεργασίες (για ανθρωπιστική κρίση, μετανάστες, φιλανθρωπική δράση, συσσίτια κ.λπ.).

Η Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία καλείται σε χρόνους χαλεπούς, όπως είναι οι παρόντες, να βρει το αρχέγονο κάλος της μετανοώντας, να ανασηκώσει την πλάτη και να αποσείσει όλους τους δήθεν φίλους και συνεργάτες
Η νέα αυτή στάση της Εκκλησίας επιβάλλεται να λάβει σάρκα και οστά άμεσα, μέσα από τον κοσμοχαλασμό που πλησιάζει, αποτελώντας αδήριτη ανάγκη να συμβεί το συντομότερο δυνατόν, για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι, η αναζήτηση ενός ευαγγελικού επαναπροσδιορισμού της Εκκλησίας συνάμα με μια αναζήτηση ενός σύγχρονου ρόλου της μέσα στον κόσμο, δίχως να γίνει όμως η ίδια κόσμος, και ο δεύτερος είναι πως η Εκκλησία δεν αντιμάχεται με κανέναν σε ιδεολογικό επίπεδο, κάτι που θα την οδηγούσε ευθέως σε απολογητικές λογικές, αφού δεν έχει να απολογηθεί για τίποτε και σε κανέναν, παρά μόνο στον δομήτορά της Κύριο.
Το ζήτημα που τίθεται για την παρουσία και την ύπαρξη μιας μη συστημικής Εκκλησίας είναι οντολογικό, γεγονός που έχει να κάνει με το ποια είναι και γιατί βρίσκεται σε τούτο τον κόσμο, με άμεση συνέχεια την εσχατολογική της προοπτική, που αφορά το επέκεινα, δηλαδή την πέραν του τάφου όντως ζωή, την ανάσταση και την αιωνιότητα στη βασιλεία των ουρανών.
Η πολιτική εξουσία από τη φύση της είναι εκμαυλιστική, γι’ αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει καμία απολύτως σχέση συναλλαγής και αλληλεπίδρασης με την Εκκλησία του Χριστού, η οποία θα έπρεπε να αισθάνεται ντροπή όταν αναζητά υποστήριξή και ισχύ σε ανθρώπινα συντάγματα, νόμους και καταστατικούς χάρτες, αφού έτσι ρευστοποιεί, με ένα τραγικό, χυδαίο και άκρως κυνικό τρόπο, τη Χάρη του Θεού σε ανθρώπινες χάρες και ποικίλες ενδοκοσμικές εξυπηρετήσεις και βεβαιότητες.